Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἦν λοιπή

См. также в других словарях:

  • λοιπῇ — λοιπάζω leave fut ind mid 2nd sg (doric) λοιπάζω leave fut ind act 3rd sg (doric) λοιπός remaining over fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπή — λοιπός remaining over fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπῆι — λοιπῇ , λοιπάζω leave fut ind mid 2nd sg (doric) λοιπῇ , λοιπάζω leave fut ind act 3rd sg (doric) λοιπῇ , λοιπός remaining over fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ERYX — I. ERYX Butae et Veneris fil. qui cum viribus plurimum plleret, hospites ad caestuum certamen solebat provocare: quâ ratione cum non paucos trucidasset ab Hercule ex Hispania redeunte superatus occubuit: atque in monte, quo Veneri matri templum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Άβαροι — Ασιατικός λαός, ουννικής καταγωγής, που εμφανίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. στις όχθες του Δούναβη. Κυριάρχησε σχεδόν επί τρεις αιώνες στην κεντρική Ευρώπη. Οι επιδρομές του διέσπασαν το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών, ερήμωσαν τις βορειότερες επαρχίες… …   Dictionary of Greek

  • Γρεβενών, νομός — Νομός (2.338 τ. χλμ., 37.947 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας, στο νοτιοδυτικό άκρο της Μακεδονίας, που δημιουργήθηκε το 1964 με απόσπαση της επαρχίας Γρεβενών από τον νομό Κοζάνης και της περιοχής Δεσκάτης από τον νομό Λαρίσης. Συνορεύει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μοσκώφ, Κωστής — (Θεσσαλονίκη 1939 – Αθήνα 1998). Ιστορικός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο (1989 98). Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • αντικομφορμισμός — ο η μη προσαρμογή και συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του συρμού, η ασυμβίβαστη κοινωνική (και λοιπή) συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»